συκαλάς
Смотреть что такое "συκαλάς" в других словарях:
συκαλάς — ο, Ν το πτηνό ορίολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύκο + κατάλ. αλάς πρβλ. κρεμαντ αλάς)] … Dictionary of Greek
συκαλάς — ο, Ν το πτηνό ορίολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύκο + κατάλ. αλάς πρβλ. κρεμαντ αλάς)] … Dictionary of Greek